- υφάλμυρος
- -η, -ο/ ὑφάλμυρος, -ον, ΝΜΑ, και υφάρμυρος,-η, -ο, Νο κάπως αλμυρόςνεοελλ.ωκεαν. (για θαλάσσιο νερό) αυτός τού οποίου η αλατότητα κυμαίνεται μεταξύ 0,500/00 ώς 170/00.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἁλμυρός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑφάλμυρος — somewhat salt masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υφάλμυρος — η, ο ο γλυφός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑφάλμυρον — ὑφάλμυρος somewhat salt masc/fem acc sg ὑφάλμυρος somewhat salt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφαλμύρων — ὑφάλμυρος somewhat salt masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλμυρίκι — το Βοτ. κοινή ονομασία διαφόρων ειδών τού είδους Ταμάριξ* είναι δενδρύλλια τα οποία φύονται σε όχθες υφάλμυρων νερών ή κοντά σε παραλίες, όπου ο φρεάτιος ορίζοντας είναι υφάλμυρος … Dictionary of Greek
αλμυρώδης — ἁλμυρώδης, ες (Α) [ἁλμυρός] αυτός που αλμυρίζει, ο υφάλμυρος, αλλά και ο αλμυρός (για εδάφη) εμποτισμένος με αλατούχα συστατικά … Dictionary of Greek
αλμώδης — ἁλμώδης, ες (Α) [άλμη] ο αλμυρός, υφάλμυρος … Dictionary of Greek
αλυκός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Σκίρωνα, που πήρε μέρος στην εκστρατεία των Διόσκουρων εναντίον της Άφιδνας για την απελευθέρωση της αδελφής τους Ελένης. Σκοτώθηκε και ενταφιάστηκε στα Μέγαρα. II Αρχαία πόλη της Ερμιονίδος. Παλαιότερα τη… … Dictionary of Greek
αλυκώδης — ἁλυκώδης, ες (Α) [ἁλυκός] αυτός που μοιάζει αρμυρός, που έχει γεύση αλατιού, ο υφάλμυρος … Dictionary of Greek
γλυφαίνω — [γλυφός] 1. κάνω κάτι γλυφό 2. είμαι ή γίνομαι γλυφός, υφάλμυρος … Dictionary of Greek